ακουβάλητος

ακουβάλητος
-η, -ο
αυτός που δεν κουβαλήθηκε ή δεν μπορεί να κουβαληθεί, να μεταφερθεί
«ακουβάλητο σιτάρι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό + κουβαλητός < κουβαλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακουβάλητος — ακουβάλητος, η, ο και ακουβάλιστος, η, ο 1. εκείνος που δεν κουβαλήθηκε: Το σιτάρι βρισκόταν ακόμη στο αλώνι ακουβάλητο. 2. εκείνος που δεν μπορεί να κουβαληθεί, αμετακόμιστος: Οι πέτρες αυτές είναι ακουβάλητες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”